καινουργός

καινουργός
καινουργός, -όν (Α)
1. αυτός που κάνει αλλαγές, που δημιουργεί ή φέρνει καινούργια πράγματα («καινουργὸς βασάνων», ΠΔ)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καινουργόν
το νέο, το καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καιν-ουργ-ής, κατά τα αρσενικά σε -ος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καινουργός — producing changes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινουργόν — καινουργός producing changes masc/fem acc sg καινουργός producing changes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινουργέ — καινουργός producing changes masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινουργότατος — καινουργός producing changes masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • καινουργία — καινουργία, ἡ (AM) [καινουργός] μσν. ανανέωση, ανακαίνιση αρχ. 1. νεωτερισμός, καινοτομία 2. μεταβολή πολιτική («ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾱττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν», Ισοκρ.) …   Dictionary of Greek

  • καινουργίζω — (Μ) [καινουργός] καινουργώ*, ανακαινίζω, καθιστώ κάτι καινούργιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού καινουργώ κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • καινουργώ — και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) [καινουργός] 1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου 2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)… …   Dictionary of Greek

  • καινουργοῦ — καινουργέω make new pres imperat mp 2nd sg (attic) καινουργέω make new imperf ind mp 2nd sg (attic) καινουργός producing changes masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινουργῶ — καινουργέω make new pres subj act 1st sg (attic epic doric) καινουργέω make new pres ind act 1st sg (attic epic doric) καινουργός producing changes masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”